γονος

γονος
    γόνος
    ὅ редко ἥ
    1) рождение, произведение на свет
    

γόνῳ Lys. и γόνῳ γεγονώς Dem. — по рождению, природный, кровный;

    γόνῳ κτίσαι τινά Aesch. — произвести на свет кого-л.

    2) семенная жидкость, семя
    

(σπέρμα καὴ γ. Plat.; τὸν γόνον ἐξουρεῖν Arst.)

    3) отпрыск, дитя
    

(Διός Hom.; Πηλέως Soph.)

    4) собир. потомство, дети
    

(νεώτατος γόνοιο Hom.; φιτύειν γόνον Aesch.)

    ἄπαις ἔρσενος γόνου Her. — не имеющий мужского потомства

    5) собир. детеныши
    

(οἰῶν Hom.)

    6) (у животных) яички
    

(τῶν μελιττῶν Arst.; κανθάρου Plut.) или икра (ἰχθύων Arst.)

    7) родословная
    

(γόνον τινὸς ἐξαγορεύειν Hom.)

    8) биол. пол
    

(ἔρσην γ. Her.)

    9) произведение, плод
    

(ἀμπέλου Anacr.)

    γ. πλουτόχθων Aesch. — богатства земных недр


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Полезное


Смотреть что такое "γονος" в других словарях:

  • γόνος — that which is begotten masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γόνος — Το προϊόν της γέννησης ή γονιμοποίησης, το τέκνο, ο απόγονος. Στα έντομα, γ. λέγονται τα αβγά τους, στα φυτά η γύρη των λουλουδιών και τα σπέρματα, στις μέλισσες όλες οι φάσεις της μεταμόρφωσης από το αβγό έως τη νύμφη, στα ψάρια το έκκριμα των… …   Dictionary of Greek

  • γόνος — ο 1. το παιδί, το τέκνο, ο απόγονος: Είναι γόνος αριστοκρατικής οικογένειας. 2. τα αβγά των ψαριών και τα νεαρά ψαράκια. 3. η γύρη των λουλουδιών. 4. το σπέρμα, ο σπόρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γονός — Το προϊόν της γέννησης ή γονιμοποίησης, το τέκνο, ο απόγονος. Στα έντομα, γ. λέγονται τα αβγά τους, στα φυτά η γύρη των λουλουδιών και τα σπέρματα, στις μέλισσες όλες οι φάσεις της μεταμόρφωσης από το αβγό έως τη νύμφη, στα ψάρια το έκκριμα των… …   Dictionary of Greek

  • γόνω — γόνος that which is begotten masc/fem nom/voc/acc dual γόνος that which is begotten masc/fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γόνε — γόνος that which is begotten masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γόνοι — γόνος that which is begotten masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γόνοιο — γόνος that which is begotten masc/fem gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γόνοις — γόνος that which is begotten masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γόνον — γόνος that which is begotten masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γόνου — γόνος that which is begotten masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»